- εθισμός
- ο1. συνήθεια, έξη.2. (ιατρ.), εξοικείωση και ανοχή του οργανισμού σε φάρμακο ή δηλητήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐθισμός — accustoming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθισμός — ο (AM ἐθισμός) [εθίζω] το να εθίζεται κάποιος σε κάτι, εξοικείωση αρχ. (στον πληθ. με άρθρο) έθιμα … Dictionary of Greek
ἐθισμοῖς — ἐθισμός accustoming masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμοί — ἐθισμός accustoming masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμοῦ — ἐθισμός accustoming masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμούς — ἐθισμός accustoming masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμῶν — ἐθισμός accustoming masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμῷ — ἐθισμός accustoming masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθισμόν — ἐθισμός accustoming masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληραγωγία — ΝΜΑ [σκληραγωγῶ] σκληρή και τραχιά αγωγή, εθισμός στις στερήσεις και στις κακουχίες («Λακωνικὴ σκληραγωγία», Φιλ.) νεοελλ. ιατρ. ο εθισμός τού οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις και στερήσεις με βελτίωση τών μηχανισμών προσαρμογής, με τόνωση τής … Dictionary of Greek